- κάνεν
- καίνωkillaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κανείς — καμία, κανέν(α) (Μ κανείς, καμία, κανέν) βλ. κανένας … Dictionary of Greek
κάνιον — Λέξη ισπανικής προέλευσης που σημαίνει διώρυγα. Στα αγγλικά (canyon) αποτελεί γεωγραφικό όρο που υποδηλώνει ένα βαθύ φαράγγι ποτάμιας διάβρωσης, με απόκρημνα τοιχώματα και βάθος μεγαλύτερο από 1.000 μ. Το κ. έχει το σχήμα διαδρόμου, συχνά… … Dictionary of Greek
κανένας — και κανείς, καμιά, κανένα (Μ κανείς, καμία, κανέν, αρσ. και κανένας και κιανείς και κιανένας, θηλ. και καμιά και κιαμιά, ουδ. και κανένα[ν] και κιανένα[ν]) 1. (με άρνηση) ούτε ένας, ουδείς («η πληγή δεν έχει κανέναν κίνδυνο») 2. κάποιος, ένας… … Dictionary of Greek
ολοκαί(γ)ω — καίω κάτι εντελώς, κατακαίω, κάνω στάχτη («μαγάρι να μ ολόκαιγε, να μέ κανεν αθάλη», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
εἰσαφίκανεν — εἰσαφί̱κανεν , εἰσαφικάνω imperf ind act 3rd sg εἰσαφικάνω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφίκανεν — ἀφί̱κανεν , ἀφικάνω arrive at imperf ind act 3rd sg ἀφικάνω arrive at imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφίκανεν — ἐφί̱κανεν , ἐφικάνω imperf ind act 3rd sg ἐφικάνω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵκανεν — ἵ̱κανεν , ἱκάνω come imperf ind act 3rd sg ἱκάνω come imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)